- μεγαίρω
- μεγαίρω (Α)1. θεωρώ κάτι ως μεγάλο ή ως πάρα πολύ μεγάλο2. ζηλεύω, φθονώ κάτι που έχει κάποιος επειδή τό θεωρώ ως πολύ μεγάλο γι' αυτόν (α. «μέγηρε γὰρ οἱ τό γ' Ἀπόλλων», Ομ. Ιλ.β. «μηδὲ μεγήρῃς ἡμῑν εὐχομένοισι τελευτῆσαι τάδε ἔργα», Ομ. Οδ.γ. «ἀμφὶ δὲ νεκροῑσιν κατακαιέμεν οὔ τι μεγαίρω», Ομ. Ιλ.)3. βασκαίνω, ματιάζω («ἐχθοδοποῑσιν ὄμμασι χαλκείοιο Τάλω ἐμέγηρεν ὀπωπάς», Απολλ.Ρόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. μεγαίρω (< *μεγαρ-jω) με επένθεση του -j- (πρβλ. γεραίρω, εχθαίρω) συνδέεται με αρμ. mecarem «εκτιμώ». Το ρ. έχει παραχθεί πιθ. από ένα αμάρτυρο *μεγαρ ή *μεγαρός < μέγας (για τη σημασιολογική εξέλιξη του ρήματος από «θεωρώ κάτι μεγάλο, θαυμάζω» σε «ζηλεύω, φθονώ, ματιάζω» βλ. και λ. άγαμαι)].
Dictionary of Greek. 2013.